χρυσοκεντητής

χρυσοκεντητής
ο вышивальщик золотом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "χρυσοκεντητής" в других словарях:

  • χρυσοκεντητής — ο, θηλ. χρυσοκεντήτρια και χρυσοκεντήτρα, Ν [χρυσοκεντώ] κεντητής που ασχολείται με το χρυσοκέντημα …   Dictionary of Greek

  • χρυσοκεντητής — ο θηλ. χρυσοκεντήτρια και χρυσοκεντήτρα και χρυσοκεντίστρα αυτός που κεντάει υφάσματα ή φορέματα με χρυσά πετράδια ή νήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρυσοκεντήτρια — και χρυσοκεντήτρα, η, Ν βλ. χρυσοκεντητής …   Dictionary of Greek

  • χρυσοκεντήτρα — η βλ. χρυσοκεντητής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρυσοκεντήτρια — η βλ. χρυσοκεντητής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρυσοκεντίστρα — η βλ. χρυσοκεντητής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»